Εθελοντικά στα ολλανδικά

Μετάφραση: εθελοντικά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vrijwillig, vrijwillige, vrijwillige basis, op vrijwillige basis, op vrijwillige
Εθελοντικά στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εθελοντικά

εθελοντικά προγράμματα στο εξωτερικό, εθελοντικά προγράμματα καλοκαίρι 2014, εθελοντικά ταξίδια, εθελοντικά προγράμματα καλοκαίρι 2013, εθελοντικά προγράμματα 2014, εθελοντικά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εθελοντικά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εθίζω στα ολλανδικά - verslaafde, addict, verslaafde van, de Verslaafde van, verslaafd
  • εθελοντής στα ολλανδικά - volontair, vrijwilliger, vrijwilligers, vrijwilligerswerk, vrijwillige, vrijwilligster
  • εθελοντικός στα ολλανδικά - vrijwillig, gewillig, vrijwillige, vrijwilligerswerk, de vrijwillige, vrijwillige basis
  • εθιμοτυπία στα ολλανδικά - ceremonieel, etiket, label, ceremonie, plechtigheid, etiquette, plichtplegingen, ...
Τυχαίες λέξεις
Εθελοντικά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vrijwillig, vrijwillige, vrijwillige basis, op vrijwillige basis, op vrijwillige