Waardig στα ελληνικά
Μετάφραση: waardig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβλητικός, αξιοπρεπής, άξιος, αξίζει, άξια, αντάξια, άξιο
Μεταφράσεις
- gezin στα ελληνικά - σπιτικό, οίκος, οικιακός, σπίτι, οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακή, ...
- klaarblijkelijk στα ελληνικά - εμφανής, προφανής, φανερός, σκέτος, εναργής, φαινομενικός, κάμπος, ...
- roerend στα ελληνικά - κινητός, συγκινητικός, συγκινητικό, συγκινητική, αγγίζοντας, επαφή, άγγιγμα
- schraperigheid στα ελληνικά - βουλιμία, φιλαργυρία, τσιγκουνιά, απληστία, φιλαργηρία, μιζέρια
Τυχαίες λέξεις
Waardig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβλητικός, αξιοπρεπής, άξιος, αξίζει, άξια, αντάξια, άξιο
Μεταφράσεις: επιβλητικός, αξιοπρεπής, άξιος, αξίζει, άξια, αντάξια, άξιο