Wanhopig στα ελληνικά
Μετάφραση: wanhopig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απεγνωσμένος, απελπισμένος, απελπιστική, απελπισμένη, απελπισμένοι, απεγνωσμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fundering στα ελληνικά - βάθρο, ίδρυση, ίδρυμα, θεμέλιο, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος
- observatie στα ελληνικά - παρατηρητικότητα, παρακολούθηση, παρατήρηση, παρατήρησης, παρακολούθησης, την παρατήρηση
- rariteit στα ελληνικά - ιδιορρυθμία, παραξενιά, περιέργεια, την περιέργεια, περιέργειά, περιέργειας, την περιέργειά
- teer στα ελληνικά - λεπτός, κλυδωνίζομαι, ναύτης, πίσσα, κατράμι, μαλθακός, τρυφερός, ...
Τυχαίες λέξεις
Wanhopig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απεγνωσμένος, απελπισμένος, απελπιστική, απελπισμένη, απελπισμένοι, απεγνωσμένη
Μεταφράσεις: απεγνωσμένος, απελπισμένος, απελπιστική, απελπισμένη, απελπισμένοι, απεγνωσμένη