Απελπισμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: απελπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
radeloos, wanhopig, onheilspellend, hopeloos, hopeless, hopeloze, uitzichtloze, uitzichtloos
Απελπισμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απελπισμένος

απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απελπισμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απελαύνω στα ολλανδικά - deporteren, uitdrijven, wegjagen, verdrijven, te verdrijven, uitzetting, uitzetten, ...
  • απελευθερώνω στα ολλανδικά - bevrijden, te bevrijden, vrij te, vrijmaken, bevrijding
  • απενεργοποιώ στα ολλανδικά - onbruikbaar maken, uitschakelen, schakelen, te schakelen, uit te schakelen
  • απερίσκεπτος στα ολλανδικά - achteloos, uitslag, onbezonnen, onattent, onbedachtzaam, onattente, onachtzaam
Τυχαίες λέξεις
Απελπισμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: radeloos, wanhopig, onheilspellend, hopeloos, hopeless, hopeloze, uitzichtloze, uitzichtloos