Wapen στα ελληνικά

Μετάφραση: wapen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κονκάρδα, χέρι, διακριτικό, μπράτσο, όπλο, γαλόνι, όπλου, όπλα, όπλων, το όπλο
Wapen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dril στα ελληνικά - ζελές, ζελέ, πολτός, πολτό, πηκτή, ζελατίνας
  • onbeduidend στα ελληνικά - ασήμαντος, ασήμαντη, ασήμαντο, ασήμαντες, αμελητέα
  • slachterij στα ελληνικά - σφαγείο, σφαγείου, σφαγείων, του σφαγείου
  • terug στα ελληνικά - ενισχύω, υποστηρίζω, πλάτη, πίσω, πίσω μέρος, άμυνα, back
Τυχαίες λέξεις
Wapen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κονκάρδα, χέρι, διακριτικό, μπράτσο, όπλο, γαλόνι, όπλου, όπλα, όπλων, το όπλο