Weelderigheid στα ελληνικά
Μετάφραση: weelderigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολυτελής, πολυτέλεια, ευθάλεια, οργώσα βλάστηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- breeuwen στα ελληνικά - καλαφατίζω, βουλώνω, καλαφατίστε, καλαφατίζει, συνθέσεων καλαφατίσματος
- krijger στα ελληνικά - πολεμιστής, πολεμιστή, πολεμιστών
- menigte στα ελληνικά - τράπουλα, σωρός, συσκευάζω, πακέτο, στοίβα, ανάχωμα, πλήθος, ...
- schutsluis στα ελληνικά - φύλλο, φύλλου, πλαισίου, ζώνη, στο φύλλο
Τυχαίες λέξεις
Weelderigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολυτελής, πολυτέλεια, ευθάλεια, οργώσα βλάστηση
Μεταφράσεις: πολυτελής, πολυτέλεια, ευθάλεια, οργώσα βλάστηση