Πολυτέλεια στα ολλανδικά

Μετάφραση: πολυτέλεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weeldeartikel, weelde, weelderigheid, pracht, lux, luxe, luxeartikel, luxueuze, luxe stijl, in luxe stijl
Πολυτέλεια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πολυτέλεια

πολυτέλεια συνώνυμο, φορος πολυτέλεια, πολυτέλεια αντώνυμο, πολυτέλεια αντίθετο, πολυτέλεια αποφθέγματα, πολυτέλεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πολυτέλεια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πολυσύνθετος στα ολλανδικά - complex, ingewikkeld, samengesteld, complexe, ingewikkelde, complexer
  • πολυτάραχος στα ολλανδικά - stormachtig, stormachtige, stormy, storm
  • πολυτελής στα ολλανδικά - kwistig, luxeartikel, luxueus, pracht, weelde, luxe, weeldeartikel, ...
  • πολύ στα ολλανδικά - terdege, heel, erg, identiek, veel, bijzonder, bijster, ...
Τυχαίες λέξεις
Πολυτέλεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: weeldeartikel, weelde, weelderigheid, pracht, lux, luxe, luxeartikel, luxueuze, luxe stijl, in luxe stijl