Weigeren στα ελληνικά

Μετάφραση: weigeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαρασμός, ξεπεσμός, σκουπίδια, απορρίπτω, κλίνω, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί
Weigeren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • catarre στα ελληνικά - καταρροή, καταρροής, την καταρροή, συνάχι, κατάρρου
  • dapperheid στα ελληνικά - γενναιότητα, θάρρος, ανδρεία, την ανδρεία, ικανότητα, ανδρείας, δεξιότητα
  • dreiging στα ελληνικά - απειλή, απειλής, απειλή για, κίνδυνο, κίνδυνος
  • glooiend στα ελληνικά - επικλινής, κεκλιμένο, κεκλιμένη, επικλινή, επικλινές
Τυχαίες λέξεις
Weigeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαρασμός, ξεπεσμός, σκουπίδια, απορρίπτω, κλίνω, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί