Weken στα ελληνικά
Μετάφραση: weken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσκεύω, εμποτίζω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- academisch στα ελληνικά - ακαδημαϊκός, πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακό, πανεπιστημιακή
- bewijs στα ελληνικά - απόδειξη, πειστήριο, επίδειξη, κουπόνι, πιστοποιητικό, διαδήλωση, δείγμα, ...
- liggen στα ελληνικά - κείμαι, ψεύδομαι, ξαπλωμένη, ξαπλωμένος, ξαπλωμένο, πέσει στο έδαφος, πέσει
- somma στα ελληνικά - ποσόν, ολικός, ποσό, πράξη, σύνολο, ανέρχομαι, άθροισμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Weken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσκεύω, εμποτίζω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
Μεταφράσεις: μουσκεύω, εμποτίζω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε