Εμποτίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: εμποτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weken, ingeworteld, ingrain, van ruwe vezel, ruwe vezel wordt, ruwe vezel
Εμποτίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμποτίζω

εμπλουτίζω συνώνυμα, εμποτίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εμποτίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εμπορεύματα στα ολλανδικά - waar, handelswaar, koopwaar, waren, goederen, producten, de goederen, ...
  • εμπορικός στα ολλανδικά - commercieel, handels-, commerciële, de commerciële, handel
  • εμπρηστής στα ολλανδικά - brandstichter
  • εμπρηστικός στα ολλανδικά - brandstichtend, opruiend, inflammatoire, inflammatoir, ontstekingsreactie, ontstekingsziekten
Τυχαίες λέξεις
Εμποτίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: weken, ingeworteld, ingrain, van ruwe vezel, ruwe vezel wordt, ruwe vezel