Wel στα ελληνικά

Μετάφραση: wel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιθανά, σίγουρα, αναβλύζω, πιθανόν, πηγή, αγαθός, τώρα, πηγάδι, λοιπόν, καλός, μολονότι, καλά, μάλλον, και, επίσης, καθώς, επίσης και
Wel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • extern στα ελληνικά - εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικά
  • keren στα ελληνικά - στρίβω, σειρά, στροφή, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
  • registreren στα ελληνικά - δίσκος, ηχογραφώ, καταγράφω, ρεκόρ, μητρώο, καταγραφή, εγγραφείτε, ...
  • stop στα ελληνικά - πρίζα, βύσμα, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Τυχαίες λέξεις
Wel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιθανά, σίγουρα, αναβλύζω, πιθανόν, πηγή, αγαθός, τώρα, πηγάδι, λοιπόν, καλός, μολονότι, καλά, μάλλον, και, επίσης, καθώς, επίσης και