Werkelijk στα ελληνικά

Μετάφραση: werkelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πραγματικός, αλήθεια, γνήσια, αληθινά, πράγματι, αληθινός, πραγματικά, πολύ, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα
Werkelijk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hulpmiddelen στα ελληνικά - μηχάνημα, συσκευή, καθορισμένος, τέχνασμα, τοποθετώ, συσκευής, διάταξη, ...
  • jaloezie στα ελληνικά - φθονώ, ζηλεύω, ζήλια, φθόνος, ζήλεια, ζήλιας, ζηλοτυπία, ...
  • juffrouw στα ελληνικά - δεσποινίς, αστοχώ, κορίτσι, χάνω, δεσποινίδα, Μις, Δεσποινίς, ...
  • pijp στα ελληνικά - ραβδί, βέργα, σωλήνωση, κοντάρι, σωλήνας, αυλός, πίπα, ...
Τυχαίες λέξεις
Werkelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πραγματικός, αλήθεια, γνήσια, αληθινά, πράγματι, αληθινός, πραγματικά, πολύ, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα