Werkend στα ελληνικά
Μετάφραση: werkend, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακμαίος, δραστήριος, αποτελεσματικός, ενεργός, αποδοτικός, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanschrijven στα ελληνικά - γνωστοποιώ, ειδοποιώ, καλώ, καλέσει, καλούν, να καλέσει, κλητεύει, ...
- binnenlands στα ελληνικά - κατοικίδιος, εσωτερικό, οικιακός, γηγενής, ντόπιος, εσωτερικώς, εσωτερικός, ...
- enkeling στα ελληνικά - ανθρώπινος, πρόσωπο, ατομικός, άνθρωπος, θανάσιμος, κάποιος, άτομο, ...
- lokaas στα ελληνικά - δόλωμα, δολώματος, δολώματα, δολωμάτων, το δόλωμα
Τυχαίες λέξεις
Werkend στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακμαίος, δραστήριος, αποτελεσματικός, ενεργός, αποδοτικός, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Μεταφράσεις: ακμαίος, δραστήριος, αποτελεσματικός, ενεργός, αποδοτικός, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται