Wisselen στα ελληνικά

Μετάφραση: wisselen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανταλλάσσω, αλλάζω, εναλλαγή, παραλλάζω, παραλλαγή, μετατροπή, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ισοτιμία, συναλλάγματος
Wisselen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afbetalingstermijn στα ελληνικά - αποπληρωμή, δόση, δόσης, τμήμα, δόσεις, δόσεως
  • effect στα ελληνικά - γνωμάτευση, τεύχος, συνέπεια, πίστη, κατάληξη, γεγονός, πεποίθηση, ...
  • lakei στα ελληνικά - υπηρέτης, λακές, υπηρέτη, υπηρέτες, υπηρέτες του
  • leeuwerik στα ελληνικά - κορυδαλλός, Lark, Κορυδαλος, κορυδαλός, αφροντισία
Τυχαίες λέξεις
Wisselen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανταλλάσσω, αλλάζω, εναλλαγή, παραλλάζω, παραλλαγή, μετατροπή, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ισοτιμία, συναλλάγματος