Wisseling στα ελληνικά

Μετάφραση: wisseling, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταβολή, αλλάζω, παραλλαγή, τροποποίηση, μετατροπή, παραλλάζω, σειρά, στροφή, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
Wisseling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aardkunde στα ελληνικά - γεωλογία, Γεωλογίας, τη γεωλογία, Γεωλογικών, η γεωλογία
  • rondborstig στα ελληνικά - ειλικρινής, Frank, ειλικρινή, ειλικρινείς, Ο Frank
  • schouwing στα ελληνικά - επιθεώρηση, επιθεώρησης, ελέγχου, έλεγχο, έλεγχος
  • strijdlustig στα ελληνικά - κτηνώδης, άγριος, μαχητικός, μαχητική, μαχητικό, μαχητικές, μαχητικών
Τυχαίες λέξεις
Wisseling στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταβολή, αλλάζω, παραλλαγή, τροποποίηση, μετατροπή, παραλλάζω, σειρά, στροφή, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του