Wol στα ελληνικά

Μετάφραση: wol, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαλλί, μαλλιού, το μαλλί, μάλλινα, ερίου
Wol στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • huishoudster στα ελληνικά - οικονόμος, οικονόμο, οικονόμου, την οικονόμο, οικιακή βοηθός
  • muziekkorps στα ελληνικά - ορχήστρα, μπάντα, ζώνη, συγκρότημα, ζώνης, ταινία
  • royaal στα ελληνικά - φαρδύς, πλατύς, τεράστιος, ανοιχτοχέρης, ευρύχωρος, πελώριος, διεξοδικός, ...
  • slotenmaker στα ελληνικά - κλειδαράς, κλειδαρά, Locksmith, κλειδαράδων, κλειθροποιού
Τυχαίες λέξεις
Wol στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαλλί, μαλλιού, το μαλλί, μάλλινα, ερίου