Zekerheid στα ελληνικά
Μετάφραση: zekerheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βεβαιότητα, αντίκρισμα, διαβεβαίωση, ασφάλεια, εγγύηση, σιγουριά, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, ασφάλισης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- doordrukken στα ελληνικά - δύναμη, βία, εξαναγκάζω, πιέζοντας, πατώντας, πατώντας το, με το πάτημα
- feeëriek στα ελληνικά - νεράιδα, νεραϊδόμορφο, νεραϊδόμορφα, τα νεραϊδόμορφα
- inlichten στα ελληνικά - πληροφορώ, ενημερώνει, πληροφορεί, ενημερώνουν, να ενημερώσει, ενημερώσει
- kudde στα ελληνικά - συρροή, τοποθετώ, καθορισμένος, κοπάδι, συσσώρευση, σύναξη, αγέλη, ...
Τυχαίες λέξεις
Zekerheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βεβαιότητα, αντίκρισμα, διαβεβαίωση, ασφάλεια, εγγύηση, σιγουριά, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, ασφάλισης
Μεταφράσεις: βεβαιότητα, αντίκρισμα, διαβεβαίωση, ασφάλεια, εγγύηση, σιγουριά, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, ασφάλισης