Általában στα ελληνικά

Μετάφραση: általában, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενικός, συνολικός, ποδιά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
Általában στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • holtan στα ελληνικά - νεκρός, πεθαμένος, νεκρών, νεκρά, νεκρό, νεκρούς
  • iránysáv στα ελληνικά - εντοπιστή, localizer
  • kielégülés στα ελληνικά - ικανοποίηση, ικανοποίησης, την ικανοποίηση, ευχαρίστηση, πληρότητα
  • meghágás στα ελληνικά - χοροπηδώ, αναπηδώ, πηδώ
Τυχαίες λέξεις
Általában στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενικός, συνολικός, ποδιά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα