Átjáró στα ελληνικά

Μετάφραση: átjáró, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λωρίδα, δρομάκι, πάροδος, διάδρομος, δίοδο, διόδου, δίοδος, πέρασμα
Átjáró στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bizalmasság στα ελληνικά - εξοικείωση, οικειότητα, εξοικείωσης, γνώση, οικειότητας
  • bála στα ελληνικά - μπάλλα, μπάλας, δέμα, χορτόδεσης, δέματος
  • internódium στα ελληνικά - άρθρωση, κοψίδι, γόμφος, κοινός, ενδοκόμπων, μεσογονατίου, κόμβων, ...
  • kilenc στα ελληνικά - εννέα, εννιά, των εννέα, από εννέα
Τυχαίες λέξεις
Átjáró στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λωρίδα, δρομάκι, πάροδος, διάδρομος, δίοδο, διόδου, δίοδος, πέρασμα