Átkelés στα ελληνικά
Μετάφραση: átkelés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάβαση, διασταύρωση, διέλευσης, διέλευση, διέλευσης των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kiosztás στα ελληνικά - κλήρος, κατανομή, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή
- komisz στα ελληνικά - ακατάστατος, κακός, ασεβείς, ασεβών, πονηρά, πονηρό
- léghajózás στα ελληνικά - aerostation
- maradandóan στα ελληνικά - μόνιμα, μονίμως, μόνιμη, οριστικά, διαρκώς
Τυχαίες λέξεις
Átkelés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάβαση, διασταύρωση, διέλευσης, διέλευση, διέλευσης των
Μεταφράσεις: διάβαση, διασταύρωση, διέλευσης, διέλευση, διέλευσης των