Ól στα ελληνικά

Μετάφραση: ól, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοπανίζω, λίμπρα, μάντρα, λίβρα, αποθήκη, hutch, Χατς, οικίσκος, οικίσκο
Ól στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kempingezés στα ελληνικά - κατασκήνωση, κάμπινγκ, camping, κατασκήνωσης, το κάμπινγκ
  • keresztanya στα ελληνικά - χορηγός, χορηγώ, νονά, η νονά, νονάς, godmother, godmother την
  • magaslat στα ελληνικά - ύψος, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους
  • oltás στα ελληνικά - εμβολιασμός, εμβολιασμού, εμβολιασμό, τον εμβολιασμό, ο εμβολιασμός
Τυχαίες λέξεις
Ól στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοπανίζω, λίμπρα, μάντρα, λίβρα, αποθήκη, hutch, Χατς, οικίσκος, οικίσκο