Κοπανίζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: κοπανίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ól, puff, ütés, ütlegel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπανίζω
κοπανίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κοπανίζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- κοπάζω στα ουγγρικά - érvénytelenít, Abate, megelőzzék, enyhítéséért
- κοπή στα ουγγρικά - munkabefejezés, bokázás, bliccelés, leszállított, marás, szétvágott, forgácsolás, ...
- κοπιάζω στα ουγγρικά - nehéz testi munka, Moil, Molaj, nyél, maradékra
- κοπιαστικός στα ουγγρικά - fárasztó, kifáradnának, kimeríto, hogy kifáradnának
Τυχαίες λέξεις
Κοπανίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: ól, puff, ütés, ütlegel
Μεταφράσεις: ól, puff, ütés, ütlegel