Ömlengés στα ελληνικά

Μετάφραση: ömlengés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάχυση, ξεχείλισμα, έκχυση, ξέσπασμα, επιφοίτηση, χείμαρρος
Ömlengés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akol στα ελληνικά - στυλό, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, τύπου πένας
  • irodalom στα ελληνικά - λογοτεχνία, βιβλιογραφία, λογοτεχνίας, βιβλιογραφίας, τη λογοτεχνία
  • konyha στα ελληνικά - κουζίνα, κουζίνας, της κουζίνας, την κουζίνα
  • letelepedés στα ελληνικά - περιβάλλον, εγκατάσταση, εγκαθίδρυση, καθιέρωση, ίδρυση, ίδρυμα
Τυχαίες λέξεις
Ömlengés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάχυση, ξεχείλισμα, έκχυση, ξέσπασμα, επιφοίτηση, χείμαρρος