Öntött στα ελληνικά

Μετάφραση: öntött, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βολή, επιτελείο, ρίξιμο, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων
Öntött στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beáztatás στα ελληνικά - απόκρημνος, απότομος, Το μούλιασμα, Η ενυδάτωση, Εμποτισμός, Διαποτισμός, μούλιασμα
  • csomópont στα ελληνικά - διασταύρωση, κόμβος, κόμβο, κόμβου, κόμβων, τον κόμβο
  • kvantitás στα ελληνικά - ποσότητα
  • macskaszem στα ελληνικά - μάτι της γάτας, cat eye, μάτι γάτας, των ματιών γάτας, μάτια γάτας
Τυχαίες λέξεις
Öntött στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βολή, επιτελείο, ρίξιμο, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων