Öreg στα ελληνικά
Μετάφραση: öreg, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρος, παλαιός, γέρικος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anakronisztikus στα ελληνικά - αναχρονιστικός, αναχρονιστική, αναχρονιστικό, αναχρονιστικές, αναχρονιστικών
- extraktum στα ελληνικά - εκχύλισμα, αποσπώ, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα
- favorit στα ελληνικά - ραγίζω, σπάζω, ρωγμή, ράγισμα, αγαπημένο, αγαπημένη, το αγαπημένο, ...
- megelégedettség στα ελληνικά - αρέσκεια, ικανοποίηση, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του
Τυχαίες λέξεις
Öreg στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρος, παλαιός, γέρικος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
Μεταφράσεις: γέρος, παλαιός, γέρικος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά