Γέρος στα ουγγρικά

Μετάφραση: γέρος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
öreg, ó, vén, régi, a régi, éves, idős
Γέρος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γέρος

γέρος της δημοκρατίας, γέρος ονειροκριτης, γέρος συνώνυμα, γέρος του μοριά ταβέρνα, γέρος του βουνού, γέρος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, γέρος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • γέρικος στα ουγγρικά - vén, ó, öreg, gerikos
  • γέρνω στα ουγγρικά - üres, hajlás, görbület, útkanyar, ivászat, virgula, lefogyott, ...
  • γέφυρα στα ουγγρικά - bridzs, orrnyereg, híd, Bridge, hídon, hidat, híddal
  • γήινος στα ουγγρικά - földi, a földi, evilági
Τυχαίες λέξεις
Γέρος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: öreg, ó, vén, régi, a régi, éves, idős