Παλαιός στα ουγγρικά
Μετάφραση: παλαιός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vén, ó, öreg, régi, a régi, éves, idős
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλαιός
παλαιός άγιος αθανάσιος καιρός, παλαιός αιγιαλός, παλαιός άγιος αθανάσιος, παλιός φούρνος βόλος, παλαιός των ημερών, παλαιός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, παλαιός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- παλαιοντολόγος στα ουγγρικά - paleontológus, paleontológusa, őslénykutató
- παλαιστής στα ουγγρικά - birkózó, pankrátor, wrestler, birkózónak
- παλεύω στα ουγγρικά - horgony, birkózás, kihorgonyzás, harc, küzdelem, küzdelemben, küzdelmet, ...
- παλιάνθρωπος στα ουγγρικά - csibész, bűzös borz, Skunk, görény, borz, görénynek
Τυχαίες λέξεις
Παλαιός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: vén, ó, öreg, régi, a régi, éves, idős
Μεταφράσεις: vén, ó, öreg, régi, a régi, éves, idős