Adó στα ελληνικά

Μετάφραση: adó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασμοί, καθήκον, φόρος, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική
Adó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adásszünet στα ελληνικά - σωπαίνω, σιγή, σιωπή, Εκπομπή, Μετάδοση, Broadcast, Τηλεοπτικά, ...
  • adásvétel στα ελληνικά - αγορά, αγοράς, την αγορά, αγορές, αγορών
  • adókivetés στα ελληνικά - εκτίμηση, εισφορά, εισφοράς, εισφοράς που, εισφορα, εισφορά που
  • adókészülék στα ελληνικά - πομπός, πομπό, πομπού, μεταδότη, του πομπού
Τυχαίες λέξεις
Adó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασμοί, καθήκον, φόρος, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική