Akként στα ελληνικά

Μετάφραση: akként, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έτσι, τόσο, ως τέτοια, ως εκ τούτου, ως τέτοιο, ως τέτοιες, ως έχει
Akként στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akkulemez στα ελληνικά - πιάτο, πλάκα, πλάκας, πινακίδα, έλασμα
  • akkumulátor στα ελληνικά - μπαταρία, μπαταρίας, της μπαταρίας, μπαταριών, συσσωρευτή
  • akna στα ελληνικά - νάρκη, μεταλλείο, ορυχείο, ορυχείου, των ναρκών, η δική μου
  • aknafolyosó στα ελληνικά - πινακοθήκη, θεωρείο, ορυχείο, ορυχείου, των ναρκών, η δική μου, νάρκη
Τυχαίες λέξεις
Akként στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έτσι, τόσο, ως τέτοια, ως εκ τούτου, ως τέτοιο, ως τέτοιες, ως έχει