Alkalmatlankodás στα ελληνικά
Μετάφραση: alkalmatlankodás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοχλώ, κόπος, σκοτίζομαι, ενοχλούμαι, παρεμπόδιση, φορτικότητα, ενόχληση, την ενόχληση
Μεταφράσεις
- alkalmas στα ελληνικά - ικανός, κατάλληλος, κατάλληλο, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλες
- alkalmatlan στα ελληνικά - ακατάλληλος, ανίκανος, ακατάλληλα, ακατάλληλο, είναι ακατάλληλα
- alkalmatlankodó στα ελληνικά - παρενοχλητή, παρενοχλητής, οχλούντα, παρενοχλητές
- alkalmatlanul στα ελληνικά - λάθος, ακαταλληλώς, απρεπώς, ακατάλληλα, ακατάλληλο, ακατάλληλο λόγω
Τυχαίες λέξεις
Alkalmatlankodás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοχλώ, κόπος, σκοτίζομαι, ενοχλούμαι, παρεμπόδιση, φορτικότητα, ενόχληση, την ενόχληση
Μεταφράσεις: ενοχλώ, κόπος, σκοτίζομαι, ενοχλούμαι, παρεμπόδιση, φορτικότητα, ενόχληση, την ενόχληση