Beavatkozás στα ελληνικά

Μετάφραση: beavatkozás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπλοκή, μεσολάβηση, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης
Beavatkozás στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beakasztás στα ελληνικά - μπλέξιμο, περιπλοκή, εμπλοκή, εμπλοκής, διεμπλοκή
  • beavatatlan στα ελληνικά - ακραία, ακραία τιμή, ακραίων τιμών, ακραία τιμή σε, ακραίες τιμές
  • beavatkozó στα ελληνικά - παρεμβαίνοντας, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, μεσολάβησαν, παρεμβαίνουσα
  • beavatás στα ελληνικά - μύηση, Έναρξη, Κίνηση, έναρξη διαδικασίας, την έναρξη διαδικασίας
Τυχαίες λέξεις
Beavatkozás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπλοκή, μεσολάβηση, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης