Διαπλοκή στα ουγγρικά

Μετάφραση: διαπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
beavatkozás, összefonódó, összefonódása, egymásba fonódó, fonódó, összefonódására
Διαπλοκή στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπλοκή

διαπλοκή συνωνυμο, διαπλοκή ορισμός, διαπλοκή english, διαπλοκή μετάφραση, οδηγόσ διαπλοκή, διαπλοκή λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διαπλοκή στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • διαπιστώνω στα ουγγρικά - jegyzet, MEGJEGYZÉS, tudomásul, feljegyzés, feljegyzést
  • διαπληκτίζομαι στα ουγγρικά - érvel, azzal érvelnek, érvelnek, azt állítják
  • διαπράττω στα ουγγρικά - elkövetni, elkövetésére, kötelezzék, kötelezzék el, kötelezik
  • διαπρέπω στα ουγγρικά - kiemelkedő, kimagasló, legkiemelkedőbb, kiemelkedõ
Τυχαίες λέξεις
Διαπλοκή στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: beavatkozás, összefonódó, összefonódása, egymásba fonódó, fonódó, összefonódására