Beesett στα ελληνικά

Μετάφραση: beesett, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθουλωμένος, υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια
Beesett στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bedörzsölés στα ελληνικά - τριβή, προστριβή, εντριβή
  • beengedés στα ελληνικά - είσοδος, intromission
  • befecskendezés στα ελληνικά - ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
  • befejezett στα ελληνικά - τελικού, τελικό, τελικών, τελειωμένο, τελικά
Τυχαίες λέξεις
Beesett στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθουλωμένος, υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια