Βαθουλωμένος στα ουγγρικά

Μετάφραση: βαθουλωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
beesett, lyukas, medence, üreges, homorú, horpadt, behorpadt, csorbította, megtépázta, kárt szenvedne
Βαθουλωμένος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαθουλωμένος

βαθουλωμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βαθουλωμένος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • βαθμολόγηση στα ουγγρικά - talajegyengetés, jelölés, jelölést, jelöléssel
  • βαθμός στα ουγγρικά - méret, visszaszító, illetlen, kézjegy, mérték, osztályzat, avas, ...
  • βαθουλώνω στα ουγγρικά - horpadás, benyomódás, behorpadás, Dent, horpadást, lófogú
  • βαθούλωμα στα ουγγρικά - horpadás, behorpadás, benyomódás, Dent, horpadást, lófogú
Τυχαίες λέξεις
Βαθουλωμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: beesett, lyukas, medence, üreges, homorú, horpadt, behorpadt, csorbította, megtépázta, kárt szenvedne