Befecskendezés στα ελληνικά

Μετάφραση: befecskendezés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
Befecskendezés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beengedés στα ελληνικά - είσοδος, intromission
  • beesett στα ελληνικά - βαθουλωμένος, υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, ...
  • befejezett στα ελληνικά - τελικού, τελικό, τελικών, τελειωμένο, τελικά
  • befejezés στα ελληνικά - τέλος, τελειώνω, ολοκλήρωση, συμπλήρωση, την ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, υλοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Befecskendezés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης