Elkölt στα ελληνικά
Μετάφραση: elkölt, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχω, έχε, πνίγω, σφίγγω, στραγγαλίζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elkóborolt στα ελληνικά - αδέσποτος, περιπλανώμενος, αδέσποτων, αδέσποτα, αδέσποτο, τα αδέσποτα
- elkótyavetyélés στα ελληνικά - σπατάλη, λύμα, απόβλητα, σπαταλώ, cheapjacking
- elköltözés στα ελληνικά - μετανάστευση, αποδημία, κινείται, κινείται σε, προχωρήσουμε, τη μετάβαση, μετάβαση στην
- elköltözöttek στα ελληνικά - πεθαμένος, νεκρός
Τυχαίες λέξεις
Elkölt στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχω, έχε, πνίγω, σφίγγω, στραγγαλίζω
Μεταφράσεις: έχω, έχε, πνίγω, σφίγγω, στραγγαλίζω