Engedékeny στα ελληνικά

Μετάφραση: engedékeny, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απλοϊκός, εύκολος, επιτρεπτικός, επιτρεπτικά, ανεκτική, επιτρεπτές, επιτρεπτική
Engedékeny στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • engedményes στα ελληνικά - διορίζω, αποδίδω, αναθέτω, εντολοδόχος, εκδοχέα, εκδοχέας, πληρεξούσιο, ...
  • engedményezés στα ελληνικά - δουλειά, αποστολή, ανάθεση, εκχώρηση, εκχώρησης, ανάθεσης
  • engedély στα ελληνικά - πέρασμα, περνώ, κυκλοφορώ, στενά, άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, ...
  • engem στα ελληνικά - εμένα, με, μου, μένα, μου να
Τυχαίες λέξεις
Engedékeny στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απλοϊκός, εύκολος, επιτρεπτικός, επιτρεπτικά, ανεκτική, επιτρεπτές, επιτρεπτική