Független στα ελληνικά

Μετάφραση: független, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσάμπα, αυτεξούσιος, δωρεάν, ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες
Független στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • füge στα ελληνικά - σύκα, σύκων, τα σύκα, Τα Σχ, σύκων που
  • fügefa στα ελληνικά - σύκα, Fig Tree, συκιά, Συκιάς, της Συκιάς, το Fig Tree
  • függetlenség στα ελληνικά - ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
  • függvény στα ελληνικά - λειτουργώ, δεξίωση, λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
Τυχαίες λέξεις
Független στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσάμπα, αυτεξούσιος, δωρεάν, ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες