Αυτεξούσιος στα ουγγρικά
Μετάφραση: αυτεξούσιος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
független, ingyenes, szuverén, szabad akarat, a szabad akarat, szabad akaratából, szabad akaratot, szabad akarata
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτεξούσιος
αυτεξούσιος συνώνυμο, αυτεξούσιος συνώνυμα, αυτεξούσιος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αυτεξούσιος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αυταρέσκεια στα ουγγρικά - önelégültség, pedánsság, önteltségéért, önelégültsége, önelégültséggel
- αυταρχικός στα ουγγρικά - parancsolgató, hatalmaskodó, irányítgató, főnökös, főnökösködő, bossy
- αυτοβιογραφία στα ουγγρικά - önéletrajz, önéletrajzában, önéletrajza, önéletrajzát, önéletrajzi
- αυτοδύναμος στα ουγγρικά - magabízó, önellátóvá, önellátóak, önellátókká, önállóak
Τυχαίες λέξεις
Αυτεξούσιος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: független, ingyenes, szuverén, szabad akarat, a szabad akarat, szabad akaratából, szabad akaratot, szabad akarata
Μεταφράσεις: független, ingyenes, szuverén, szabad akarat, a szabad akarat, szabad akaratából, szabad akaratot, szabad akarata