Fenéksúly στα ελληνικά
Μετάφραση: fenéksúly, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαβούρα, σαβουρώνω, έρμα, έρματος, στραγγαλιστικού πηνίου, στραγγαλιστικό πηνίο, ballast
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fenék στα ελληνικά - πάτος, κάτω μέρος, πυθμένας, κάτω, πυθμένα, βάση
- fenéklap στα ελληνικά - άμαξα, βαγόνι, κάτω πλάκα, κάτω πλάκας, πλάκα πυθμένα, πλάκας πυθμένα, πλάκα βάσης
- fenéktér στα ελληνικά - χώρο στο δάπεδο, εμβαδόν, χώρος δαπέδου, εμβαδού, χώρο δαπέδου
- fenékvíz στα ελληνικά - υδροσυλλεκτών, σεντίνας, των υδροσυλλεκτών, του υδροσυλλέκτη, Αναρρόφησης Υδάτων
Τυχαίες λέξεις
Fenéksúly στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαβούρα, σαβουρώνω, έρμα, έρματος, στραγγαλιστικού πηνίου, στραγγαλιστικό πηνίο, ballast
Μεταφράσεις: σαβούρα, σαβουρώνω, έρμα, έρματος, στραγγαλιστικού πηνίου, στραγγαλιστικό πηνίο, ballast