Gyámoltalan στα ελληνικά
Μετάφραση: gyámoltalan, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανήμπορος, ανίκανος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gyámkodás στα ελληνικά - κηδεμονία, την κηδεμονία, καθοδήγηση, κηδεμονίας, από την κηδεμονία
- gyámolt στα ελληνικά - θάλαμος, πτέρυγα, Ward, θάλαμο, πτέρυγας
- gyámoszlop στα ελληνικά - μόλος, αποβάθρα, στήλη, στήλης, της στήλης, κολόνα
- gyámság στα ελληνικά - θάλαμος, κηδεμονία, κηδεμονίας, επιτροπείας, επιτροπεία, την κηδεμονία
Τυχαίες λέξεις
Gyámoltalan στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανήμπορος, ανίκανος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
Μεταφράσεις: ανήμπορος, ανίκανος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο