Habosítás στα ελληνικά

Μετάφραση: habosítás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξάπλωση, διαστολή, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
Habosítás στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • habitus στα ελληνικά - έξη, συνήθεια, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια
  • hableány στα ελληνικά - σειρήνα, γοργόνα, Mermaid, γοργόνας, η γοργόνα
  • habozás στα ελληνικά - δισταγμός, διστακτικότητα, δισταγμό, δισταγμούς, δισταγμού
  • habozó στα ελληνικά - αμφίβολος, αβέβαιος, διστακτικός, διστακτικοί, διστακτική, διστάζουν, διστακτικό
Τυχαίες λέξεις
Habosítás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξάπλωση, διαστολή, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη