Hiszékeny στα ελληνικά
Μετάφραση: hiszékeny, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μωρόπιστος, εύπιστος, αφελείς, εύπιστους, αφελείς οι, εύπιστη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hirtelenség στα ελληνικά - απερισκεψία, βιασύνη, την απερισκεψία, τις επιπολαιότητες, επιπολαιότητες
- história στα ελληνικά - παραμύθι, ιστορία, ιστορίας, την ιστορία, η ιστορία, ιστορία του
- hiszékenység στα ελληνικά - ευπιστία, την ευπιστία, ευπιστίας, ακρισίας
- hit στα ελληνικά - πίστη, πίστης, την πίστη, πίστεως, πίστει
Τυχαίες λέξεις
Hiszékeny στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μωρόπιστος, εύπιστος, αφελείς, εύπιστους, αφελείς οι, εύπιστη
Μεταφράσεις: μωρόπιστος, εύπιστος, αφελείς, εύπιστους, αφελείς οι, εύπιστη