Igénybevétel στα ελληνικά

Μετάφραση: igénybevétel, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίταξη, στρες, άγχος, πίεση, το άγχος, άγχους
Igénybevétel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • igenév στα ελληνικά - φραστικός, ναι, Ναί, yes
  • igeragozás στα ελληνικά - σύζευξη, σύζευξης, συζεύξεως, η σύζευξη, τη σύζευξη
  • igényes στα ελληνικά - ωραίος, απαιτητικές, απαιτητική, απαιτώντας, απαιτητικό, ζητώντας
  • igénytelenség στα ελληνικά - λιτότητα, λιτότητας, τη λιτότητα, λιτότης, λιτότητά
Τυχαίες λέξεις
Igénybevétel στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίταξη, στρες, άγχος, πίεση, το άγχος, άγχους