Innovatív στα ελληνικά

Μετάφραση: innovatív, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νεωτεριστικός, καινοτόμος, καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμο, καινοτόμων
Innovatív στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inkvizíció στα ελληνικά - ανάκριση, Ιερά Εξέταση, Ιεράς Εξέτασης, δαπάνη εξέτασης αιτήματος
  • inkvizítor στα ελληνικά - ιεροεξεταστής, ανακριτής, Ιεροεξεταστής, Ιεροεξεταστή, Inquisitor, εξεταστής
  • inspiráció στα ελληνικά - έμπνευση, έμπνευσης, την έμπνευση, πηγή έμπνευσης, έμπνευσή
  • instabilitás στα ελληνικά - αστάθεια, αστάθειας, την αστάθεια, η αστάθεια, της αστάθειας
Τυχαίες λέξεις
Innovatív στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νεωτεριστικός, καινοτόμος, καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμο, καινοτόμων