Καινοτόμος στα ουγγρικά
Μετάφραση: καινοτόμος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
innovatív, újító, innovációs, innovációval, innovációt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καινοτόμος
καινοτόμος ή καινοτομικός, καινοτόμος ιδέα, καινοτόμος κλίση, καινοτόμος συνώνυμο, καινοτόμος επιχειρηματίας της χρονιάς, καινοτόμος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καινοτόμος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- καινοτομία στα ουγγρικά - újítás, innováció, innovációs, az innováció, innovációt, az innovációt
- καινοτομώ στα ουγγρικά - utász, árkász, pionír, újít, innovációs, innovációra, innováció, ...
- καινοφανής στα ουγγρικά - újfajta, regény, újmódi, újszerű, új, az új
- καινούριος στα ουγγρικά - újonc, elsőéves, gólya, freshman, legrosszabbul
Τυχαίες λέξεις
Καινοτόμος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: innovatív, újító, innovációs, innovációval, innovációt
Μεταφράσεις: innovatív, újító, innovációs, innovációval, innovációt