Közelében στα ελληνικά
Μετάφραση: közelében, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
από, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- közellátó στα ελληνικά - μύωπικός, nearsighted, μυωπία, μύωπες, μυωπικά
- közelség στα ελληνικά - εγγύτητα, εγγύτητας, κοντά, απόσταση, γειτνίαση
- közelítés στα ελληνικά - προσέγγιση, προσεγγίσεως, προσέγγισης, την προσέγγιση
- közepes στα ελληνικά - μέσον, μεσαίο, μέσο, μέσου, μεσαίου
Τυχαίες λέξεις
Közelében στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: από, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Μεταφράσεις: από, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής