Közhasználatú στα ελληνικά
Μετάφραση: közhasználatú, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρεύμα, τωρινός, κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- közgazdasági στα ελληνικά - οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
- közgazdaságtan στα ελληνικά - οικονομική, οικονομολογία, Οικονομικά, οικονομία, οικονομίας, Economics, την οικονομία
- közhely στα ελληνικά - κοινοτοπία, στερεότυπο, κλισέ, cliche, ΚΛΙΣΣΕ
- közigazgatási στα ελληνικά - διοικητικός, διοικητικές, διοικητικών, διοικητική, διοικητικής
Τυχαίες λέξεις
Közhasználatú στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρεύμα, τωρινός, κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Μεταφράσεις: ρεύμα, τωρινός, κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών