Ρεύμα στα ουγγρικά
Μετάφραση: ρεύμα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közhasználatú, jelenlegi, aktuális, folyó, áram, a jelenlegi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρεύμα
ρεύμα ανατροπής χαλκίδα, ρεύμα ανατροπής, ρεύμα χωρίς δεη, ρεύμα ζεύξης, ρεύμα νέων σοσιαλιστών, ρεύμα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ρεύμα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ρευστοποιώ στα ουγγρικά - Folyósítás, Cseppfolyósítás, a Cseppfolyósítás, a Folyósítás
- ρευστότητα στα ουγγρικά - fluiditás, folyóképesség, fizetőképesség, likviditási, likviditás, likviditást, likviditását
- ρημάζω στα ουγγρικά - rombolás, pusztítás, feldúlják, tönkreteszik, pusztítják
- ρητά στα ουγγρικά - kifejezetten, egyértelműen, explicit, explicit módon, kifejezett
Τυχαίες λέξεις
Ρεύμα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: közhasználatú, jelenlegi, aktuális, folyó, áram, a jelenlegi
Μεταφράσεις: közhasználatú, jelenlegi, aktuális, folyó, áram, a jelenlegi