Lelet στα ελληνικά
Μετάφραση: lelet, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύρημα, βρίσκω, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- leleményesség στα ελληνικά - πόροι, εξυπνάδα, ευφυία, εφευρετικότητα, ευστροφία, επινοητικότητα
- leleplezés στα ελληνικά - έκθεση, έκθεσης, την έκθεση, της έκθεσης, η έκθεση
- lelkes στα ελληνικά - πρόθυμος, ενθουσιώδης, ενθουσιώδεις, ενθουσιώδη, ενθουσιασμό, ενθουσιώδες
- lelkesedés στα ελληνικά - ζήλος, ενθουσιασμός, ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό, ενθουσιασμού, ο ενθουσιασμός
Τυχαίες λέξεις
Lelet στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύρημα, βρίσκω, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν
Μεταφράσεις: εύρημα, βρίσκω, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν